Διαφωτίζω στα πολωνικά

Μετάφραση: διαφωτίζω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uświadamiać, oświecać, oświecić, uświadomić, oświetlać, wyjaśniać, oświetlania, oświetlenia, oświetlić
Διαφωτίζω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαφωτίζω

διαφωτίζω συνώνυμα, διαφωτίζω συνώνυμο, διαφωτίζω λεξικό γλώσσας πολωνικά, διαφωτίζω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • διαφωνία στα πολωνικά - argument, wymienić, dowód, giełda, dyskutować, wątpić, rozłam, ...
  • διαφωνώ στα πολωνικά - sprzeczać, przekonywać, dowieść, wnioskować, argumentować, kłócić, spierać, ...
  • διαχείμαση στα πολωνικά - hibernacja, uśpienie, zimowanie, zimowania, zimowisko, zimowisk, zimowiskiem
  • διαχειμάζω στα πολωνικά - przezimować, zima, zimować, zimowanie, hibernować, hibernacji, hibernate
Τυχαίες λέξεις
Διαφωτίζω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: uświadamiać, oświecać, oświecić, uświadomić, oświetlać, wyjaśniać, oświetlania, oświetlenia, oświetlić