Δικαιοδοσία στα πολωνικά

Μετάφραση: δικαιοδοσία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
orzecznictwo, kompetencja, jurysdykcja, sądownictwo, jurysdykcji, właściwość, jurysdykcję
Δικαιοδοσία στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικαιοδοσία

δικαιοδοσία αγγλικά, δικαιοδοσία ορισμός, δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων, δικαιοδοσία ειρηνοδικείου, δικαιοδοσία συνωνυμα, δικαιοδοσία λεξικό γλώσσας πολωνικά, δικαιοδοσία στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • δικάζω στα πολωνικά - rozsądzenie, wyrokować, rozsadzenie, rozsądzać, wydawać, sędziować, znawczyni, ...
  • δικαίωμα στα πολωνικά - trafny, stosowny, słuszny, właściwy, słuszność, zaraz, prawidłowy, ...
  • δικαιολογία στα πολωνικά - wyjustowanie, usprawiedliwienie, wykręt, wymówka, uzasadniać, zwalniać, wybaczać, ...
  • δικαιολογώ στα πολωνικά - usprawiedliwić, justować, legitymować, tłumaczyć, uzasadnić, obronić, wybaczyć, ...
Τυχαίες λέξεις
Δικαιοδοσία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: orzecznictwo, kompetencja, jurysdykcja, sądownictwo, jurysdykcji, właściwość, jurysdykcję