Ελικοειδής στα πολωνικά

Μετάφραση: ελικοειδής, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kręty, spiralny, ślimakowaty, spirala, zwojowy, śrubowaty, śrubowy, spiralnego, śrubowej, walcowo
Ελικοειδής στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελικοειδής

ελικοειδής κίνηση, ελικοειδής κεραία, ελικοειδής αξονική τομογραφία, ελικοειδής σκάλα, ελικοειδής κολίτιδα, ελικοειδής λεξικό γλώσσας πολωνικά, ελικοειδής στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ελιά στα πολωνικά - oliwa, oliwka, oliwkowy, oliwny, oliwek, z oliwek
  • ελιγμός στα πολωνικά - manewr, manewrować, posunięcie, ruch, manewru, manewrem
  • ελικόπτερο στα πολωνικά - strzecha, tasak, rębak, rębarka, siekacz, śmigłowiec, topór, ...
  • ελκυστικός στα πολωνικά - ponętny, powabny, atrakcyjny, apetyczny, dogodny, pociągający, atrakcyjne, ...
Τυχαίες λέξεις
Ελικοειδής στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: kręty, spiralny, ślimakowaty, spirala, zwojowy, śrubowaty, śrubowy, spiralnego, śrubowej, walcowo