Ενθάρρυνση στα πολωνικά

Μετάφραση: ενθάρρυνση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zachęcanie, zachęta, poparcie, zachęty, zachętą
Ενθάρρυνση στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενθάρρυνση

ενθάρρυνση συνώνυμα, ενθάρρυνση τουριστικών δραστηριοτήτων, ενθάρρυνση του παιδιού, ενθάρρυνση μαθητών, ενθάρρυνση λεξικό γλώσσας πολωνικά, ενθάρρυνση στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ενεργός στα πολωνικά - realny, aktywny, ruchliwy, aktyw, żywy, czynny, aktywne, ...
  • ενημέρωση στα πολωνικά - pouczenie, odprawa, aktualizacja, uaktualnianie, aktualizowanie, aktualizacji, aktualizację
  • ενθαρρύνω στα πολωνικά - namawiać, odważyć, zachęcić, popierać, zachęcać, ośmielać, Zachęcamy, ...
  • ενθουσιασμένος στα πολωνικά - entuzjastyczny, owacyjny, podniecony, podekscytowany, podekscytowani, podekscytowana
Τυχαίες λέξεις
Ενθάρρυνση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zachęcanie, zachęta, poparcie, zachęty, zachętą