Εντατικοποίηση στα πολωνικά
Μετάφραση: εντατικοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wzmocnienie, nasilenie, intensyfikacja, wzmacnianie, intensyfikacji, intensyfikację
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εντατικοποίηση
εντατικοποίηση συνώνυμα, εντατικοποίηση της εργασίας, εντατικοποίηση σπουδών, εντατικοποίηση γεωργίας, εντατικοποίηση λεξικό γλώσσας πολωνικά, εντατικοποίηση στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- εντάσσω στα πολωνικά - zaokrętować, zapisywać, rejestrować, werbować, zaciągać, zwerbować, angażować, ...
- εντατικά στα πολωνικά - intensywnie, intensywne, intensywniej, intensywnej, intensywnego
- εντατικός στα πολωνικά - intensywny, intensywnie, forsowny, dotkliwy, silny, uczuciowy, napięty, ...
- εντείνω στα πολωνικά - potęgować, spotęgować, podwyższać, podnosić, powiększać, rozdymać, zintensyfikować, ...
Τυχαίες λέξεις
Εντατικοποίηση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wzmocnienie, nasilenie, intensyfikacja, wzmacnianie, intensyfikacji, intensyfikację
Μεταφράσεις: wzmocnienie, nasilenie, intensyfikacja, wzmacnianie, intensyfikacji, intensyfikację