Επικουρικός στα πολωνικά

Μετάφραση: επικουρικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
filia, pomocnik, podjazdowy, oddział, zależny, drugorzędny, dodatkowy, pomocniczy, zależna, spółka zależna, zależną, spółką zależną
Επικουρικός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επικουρικός

επικουρικός λεξικό, επικουρικός αγγλικά, επικουρικός ακτινοφυσικός, επικουρικός ιατρός, επικουρικόσ μαστόσ, επικουρικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, επικουρικός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • επικοινωνώ στα πολωνικά - skomunikować, porozumiewać, komunikować, wyrażać, zakomunikować, komunikować się, komunikowania, ...
  • επικουρία στα πολωνικά - poczęstować, współpracownik, pomoc, sprzyjać, rada, dopomagać, pomóc, ...
  • επικράτηση στα πολωνικά - rozpowszechnienie, powszechność, chorobowość, przewaga, częstość występowania, występowanie, częstość
  • επικρίνω στα πολωνικά - krytykować, strofować, potępiać, skrytykować, zganić, grzmieć, besztać, ...
Τυχαίες λέξεις
Επικουρικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: filia, pomocnik, podjazdowy, oddział, zależny, drugorzędny, dodatkowy, pomocniczy, zależna, spółka zależna, zależną, spółką zależną