Επιχειρηματικός στα πολωνικά
Μετάφραση: επιχειρηματικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przedsiębiorczy, przedsiębiorczych, przedsiębiorcze, przedsiębiorczym, przedsiębiorczą
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιχειρηματικός
επιχειρηματικός χάρτης της ελλάδας, επιχειρηματικός σχεδιασμός και πληροφοριακά συστήματα, επιχειρηματικός σχεδιασμός, επιχειρηματικός κίνδυνος, επιχειρηματικός οδηγός, επιχειρηματικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, επιχειρηματικός στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- επιχείρηση στα πολωνικά - działanie, stwierdzenie, branża, mikroekonomia, interes, przedsiębiorstwo, użytkowanie, ...
- επιχειρηματίας στα πολωνικά - przedsiębiorca, handlowiec, biznesmen, businessman, biznesmena, biznes
- επιχειρηματολογώ στα πολωνικά - perswadować, udowadniać, sprzeczać, roztrząsać, argumentować, kłócić, wnioskować, ...
- επιχειρώ στα πολωνικά - przedsięwzięcie, próba, zaryzykować, spekulacja, narażać, odważyć, ryzykować, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιχειρηματικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: przedsiębiorczy, przedsiębiorczych, przedsiębiorcze, przedsiębiorczym, przedsiębiorczą
Μεταφράσεις: przedsiębiorczy, przedsiębiorczych, przedsiębiorcze, przedsiębiorczym, przedsiębiorczą