Θεμιτός στα πολωνικά
Μετάφραση: θεμιτός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
legalny, słuszny, prawowity, uzasadnione, uzasadniony, legalne
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θεμιτός
θεμιτός ορισμός, θεμιτός συνώνυμο, θεμιτός ανταγωνισμός βικιπαιδεια, θεμιτός ανταγωνισμός, θεμιτός λεξικο, θεμιτός λεξικό γλώσσας πολωνικά, θεμιτός στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- θεματοφύλακας στα πολωνικά - mandatariusz, dysponent, kurator, powiernictwo, powiernik, opiekun, depozytariusz, ...
- θεμελιώδης στα πολωνικά - podstawa, kardynalny, zasada, fundamentalny, istotny, kapitalny, funda, ...
- θεολογία στα πολωνικά - teologia, teologii, teologię, teologią
- θεολόγος στα πολωνικά - teolog, teologiem, teologa
Τυχαίες λέξεις
Θεμιτός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: legalny, słuszny, prawowity, uzasadnione, uzasadniony, legalne
Μεταφράσεις: legalny, słuszny, prawowity, uzasadnione, uzasadniony, legalne