Κακεντρέχεια στα πολωνικά

Μετάφραση: κακεντρέχεια, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
animozja, uraza, niechęć, złośliwość, szkodliwość, złości
Κακεντρέχεια στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κακεντρέχεια

κακεντρέχεια ετυμολογια, κακεντρέχεια συνωνυμα, κακεντρέχεια λεξικο, κακεντρέχεια λεξικό γλώσσας πολωνικά, κακεντρέχεια στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • κακία στα πολωνικά - imadło, przywara, defekt, ułomność, wiceadmirał, brak, wicekonsul, ...
  • κακαρίζω στα πολωνικά - gdakać, kwokać, rechot, gdakanie, cmokać, cmoknięcie, kwokanie, ...
  • κακεντρεχής στα πολωνικά - zgubny, złośliwy, szkodliwy, wrogi, zły, dokuczliwy, mściwy, ...
  • κακοήθης στα πολωνικά - złośliwy, wrogi, zgubny, szkodliwy, zły, niegodziwy, nikczemny, ...
Τυχαίες λέξεις
Κακεντρέχεια στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: animozja, uraza, niechęć, złośliwość, szkodliwość, złości