Κούραση στα πολωνικά

Μετάφραση: κούραση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
znużenie, utrudzenie, męka, fatyga, zmęczenie, omdlałość, nużyć, trud, zmęczenia, uczucie zmęczenia, zmęczeniowe, zmęczeniowej
Κούραση στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κούραση

κούραση στα μάτια, κούραση inter arma, κούραση και υπνηλία, κούραση συνώνυμα, κούραση και καρδιά, κούραση λεξικό γλώσσας πολωνικά, κούραση στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • κούνια στα πολωνικά - strop, zwrot, haust, kołysać, wymach, proca, wahanie, ...
  • κούπα στα πολωνικά - kufel, dzban, kubek, ryj, facjata, obrabowywać, twarz, ...
  • κούρεμα στα πολωνικά - ostrzyżenie, strzyżenie, fryzura, ścięcie włosów, fryzury
  • κούρνια στα πολωνικά - żerdź, tyczka, rozwora, sadzać, nakładać, grzęda, okoń, ...
Τυχαίες λέξεις
Κούραση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: znużenie, utrudzenie, męka, fatyga, zmęczenie, omdlałość, nużyć, trud, zmęczenia, uczucie zmęczenia, zmęczeniowe, zmęczeniowej