Λανθασμένος στα πολωνικά
Μετάφραση: λανθασμένος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
źle, niewłaściwie, niewłaściwy, zły, zło, błędnie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λανθασμένος
λανθασμένος κωδικός, λανθασμένος λαθεμένος, λανθασμένος ή λαθεμένος, λάθος λανθασμένος, λανθασμένος συνώνυμο, λανθασμένος λεξικό γλώσσας πολωνικά, λανθασμένος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- λαμπυρίζω στα πολωνικά - lśnienie, lśnić, błyskać, błysk, zaiskrzyć, migotanie, błyszczeć, ...
- λανθασμένα στα πολωνικά - źle, niewłaściwie, nieprawidłowo, niepoprawnie, błędnie, Nieprawidłowe
- λανολίνη στα πολωνικά - lanolina, lanolinę, lanoline, lanoliny
- λαξευτής στα πολωνικά - rzeźbiarz, snycerz, chiseler
Τυχαίες λέξεις
Λανθασμένος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: źle, niewłaściwie, niewłaściwy, zły, zło, błędnie
Μεταφράσεις: źle, niewłaściwie, niewłaściwy, zły, zło, błędnie