Μαλλιά στα πολωνικά
Μετάφραση: μαλλιά, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
włos, włosy, sierść, owłosienie, szczotka, włosie, włosów, do włosów
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαλλιά
μαλλιά που φριζάρουν, μαλλιά ονειροκρίτης, μαλλιά 2014, μαλλιά σγουρά, μαλλιά άνοιξη 2014, μαλλιά λεξικό γλώσσας πολωνικά, μαλλιά στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- μαλθακός στα πολωνικά - drobny, delikatny, wątły, czuły, bezbolesny, misterny, leniwy, ...
- μαλλί στα πολωνικά - dywan, wełna, wełniany, wełny, z wełny, wool
- μαλλιαρός στα πολωνικά - wełnisty, mętny, włosisty, kosmaty, kędzierzawy, włochaty, kudłaty, ...
- μαλώνω στα πολωνικά - besztać, karcić, zbesztać, sprać, nacierać uszu
Τυχαίες λέξεις
Μαλλιά στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: włos, włosy, sierść, owłosienie, szczotka, włosie, włosów, do włosów
Μεταφράσεις: włos, włosy, sierść, owłosienie, szczotka, włosie, włosów, do włosów