Ολική στα πολωνικά
Μετάφραση: ολική, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kaliber, całkowity, łączny, ogólny, całkowita, łączna
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ολική
ολική αρθροπλαστική ισχίου, ολική έκλειψη ηλίου, ολική υστερεκτομή, ολική παύση απασχόλησης προσωπικού, ολική ανάκλαση, ολική λεξικό γλώσσας πολωνικά, ολική στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ολίσθημα στα πολωνικά - wtryniać, poślizgnięcie, kwit, wsuwać, stapel, pomyłka, odkład, ...
- ολιγολογία στα πολωνικά - małomówność, niedomówienie, milkliwość, mrukowatość, mrukliwość
- ολικός στα πολωνικά - suma, całkowity, pełnowartościowy, całościowy, pełnoprawny, łączny, pełnoetatowy, ...
- ολισθηρός στα πολωνικά - niepewny, chwiejny, drażliwy, ryzykowny, śliski, śliskie, śliska, ...
Τυχαίες λέξεις
Ολική στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: kaliber, całkowity, łączny, ogólny, całkowita, łączna
Μεταφράσεις: kaliber, całkowity, łączny, ogólny, całkowita, łączna