Ομαλά στα πολωνικά
Μετάφραση: ομαλά, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezproblemowo, gładko, normalnie, zwykle, zazwyczaj, reguły, z reguły
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομαλά
ομαλά μεταφραση, ομαλά ρήματα αρχαίων, ομαλά συνώνυμο, ομαλά αιμαγγειώματα, ομαλά επιταχυνόμενη κίνηση, ομαλά λεξικό γλώσσας πολωνικά, ομαλά στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ομήγυρη στα πολωνικά - zespół, montownia, przedsiębiorstwo, zgromadzenie, zestaw, firma, asysta, ...
- ομίχλη στα πολωνικά - tuman, mgła, zamglenie, mglistość, mżyć, zamglić, mgiełka, ...
- ομαλός στα πολωνικά - prawidłowy, regularny, przepisowy, systematyczny, normalny, foremny, istny, ...
- ομελέτα στα πολωνικά - omlet, omelette, omlety
Τυχαίες λέξεις
Ομαλά στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: bezproblemowo, gładko, normalnie, zwykle, zazwyczaj, reguły, z reguły
Μεταφράσεις: bezproblemowo, gładko, normalnie, zwykle, zazwyczaj, reguły, z reguły