Πεζεύω στα πολωνικά
Μετάφραση: πεζεύω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zdemontować, demontować, wymontować, zsiadać, zdjąć, schodzić, pezefo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεζεύω
πεζεύω λεξικό γλώσσας πολωνικά, πεζεύω στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- πεδιάδα στα πολωνικά - oczywisty, wyraźny, przeciętny, zwykły, równina, nizina, jasny, ...
- πεδικλώνω στα πολωνικά - związać, wiązać, przywiązywać, iść, opatrywać, zobowiązywać, zobowiązywanie, ...
- πεζικό στα πολωνικά - piechota, piechoty, Infantry, piechotę
- πεζοδρόμιο στα πολωνικά - nawierzchnia, trotuar, bruk, chodnik, chodniku, sidewalk, chodnika, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεζεύω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zdemontować, demontować, wymontować, zsiadać, zdjąć, schodzić, pezefo
Μεταφράσεις: zdemontować, demontować, wymontować, zsiadać, zdjąć, schodzić, pezefo