Περιορισμός στα πολωνικά

Μετάφραση: περιορισμός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ograniczenie, ograniczoność, obostrzenie, zastrzeżenie, prekluzja, limitacja, tępota, przedawnienie, restrykcja, ograniczenia, ograniczeń, ograniczeniem, restrykcyjnych
Περιορισμός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιορισμός

περιορισμός κατάσχεσης, περιορισμός ποσού αγωγής, περιορισμός javascript και css αποκλεισμού απόδοσης στο περιεχόμενο στο πάνω μέρος, περιορισμός καταψηφιστικού αιτήματος, περιορισμός προσλήψεων, περιορισμός λεξικό γλώσσας πολωνικά, περιορισμός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • περιορίζω στα πολωνικά - uszczuplać, powstrzymać, zahamować, więzić, schudnąć, obniżać, poprzestawać, ...
  • περιορισμένος στα πολωνικά - końcowy, skończony, ograniczony, ograniczone, ograniczona, ogranicza, ogranicza się
  • περιουσία στα πολωνικά - stan, majątek, odpowiedniość, dorobek, mienie, nieruchomość, dzielnica, ...
  • περιοχή στα πολωνικά - rejon, okręg, okolica, areał, dziedzina, rewir, płaszczyzna, ...
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: ograniczenie, ograniczoność, obostrzenie, zastrzeżenie, prekluzja, limitacja, tępota, przedawnienie, restrykcja, ograniczenia, ograniczeń, ograniczeniem, restrykcyjnych