Ποινή στα πολωνικά

Μετάφραση: ποινή, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kara, karo, karencja, kary, karny, karę, opłaty karne
Ποινή στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ποινή

ποινή με αναστολή, ποινή λιπομαρτυρίας, ποινή φυλάκισης με αναστολή, ποινή 90 εκατομμυρίων ευρώ στην τουρκία για την εισβολή στην κύπρο, ποινή απαραδέκτου, ποινή λεξικό γλώσσας πολωνικά, ποινή στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ποικιλία στα πολωνικά - zróżnicowanie, bogactwo, rozmaitość, zbieranina, urozmaicenie, mieszanka, odmiana, ...
  • ποιμενικός στα πολωνικά - sielski, pasterski, bukoliczny, sielanka, duszpasterski, bukolika, sielankowy, ...
  • ποινικός στα πολωνικά - karny, penitencjarny, karalny, karnego, karne, karna, karnej
  • ποιότητα στα πολωνικά - przymiot, właściwość, jakość, gatunek, cecha, jakości, jakością, ...
Τυχαίες λέξεις
Ποινή στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: kara, karo, karencja, kary, karny, karę, opłaty karne