Σαρκώδης στα πολωνικά
Μετάφραση: σαρκώδης, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mięsisty, tłusty, mięsiste, Cielista, mięsistych, mięsista
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρκώδης
σαρκώδης καρποί, σαρκώδης λεξικό γλώσσας πολωνικά, σαρκώδης στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- σαρκοβόρος στα πολωνικά - mięsożerny, mięsożerne, mięsożernych, mięsożernych zwierząt, drapieżne
- σαρκοφάγος στα πολωνικά - mięsożerny, sarkofag, sarkofagu, sarcophagus, sarkofagiem
- σαρωτικός στα πολωνικά - rozległy, odchylanie, omiatanie, zamaszysty, wymiatanie, zamiatanie, zamiatania, ...
- σαρώνω στα πολωνικά - sprawdzać, skandować, przepatrywać, podmiatać, mieść, wymiatać, badać, ...
Τυχαίες λέξεις
Σαρκώδης στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: mięsisty, tłusty, mięsiste, Cielista, mięsistych, mięsista
Μεταφράσεις: mięsisty, tłusty, mięsiste, Cielista, mięsistych, mięsista