Σχετικός στα πολωνικά

Μετάφραση: σχετικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
celny, miejscowy, stosowny, odnośny, istotny, odpowiedni, miarodajność, relewantny, krewny, względny, względem, względna, w stosunku
Σχετικός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σχετικός

σχετικόσ υπερθετικόσ, σχετικός και απόλυτος υπερθετικός, σχετικός υπερθετικός βαθμός, σχετικός βαθμός ρευστότητας του ενεργητικού σε σχέση με το παθητικό, σχετικός λόγος πιθανοτήτων, σχετικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, σχετικός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • σχετίζομαι στα πολωνικά - należeć, odnosić, odnosić się, powiązać, odnieść, dotyczą, odnoszą
  • σχετικά στα πολωνικά - stosunkowo, relatywnie, względnie, o, około, temat, informacje
  • σχηματίζω στα πολωνικά - fason, kształtować, wykształcić, zwyczaj, kondycja, zarys, wystrugać, ...
  • σχηματισμός στα πολωνικά - formowanie, budowa, system, układanie, formacja, twór, tworzenie, ...
Τυχαίες λέξεις
Σχετικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: celny, miejscowy, stosowny, odnośny, istotny, odpowiedni, miarodajność, relewantny, krewny, względny, względem, względna, w stosunku