Σωματικά στα πολωνικά
Μετάφραση: σωματικά, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gremialnie, cielesny, fizjologicznie, cieleśnie, ciała, cielesne, cielesna
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωματικά
σωματικά υγρά, σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα των μουσικών, σωματικά κύτταρα στο γάλα, σωματικά συμπτώματα άγχους, σωματικά συμπτώματα, σωματικά λεξικό γλώσσας πολωνικά, σωματικά στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- σωματείο στα πολωνικά - gildia, cech, bractwo, korporacja, spółka, korporacji, osób prawnych, ...
- σωματειακός στα πολωνικά - połączenie, zjednoczenie, złącze, unia, związek, suma, somateiakos
- σωματικός στα πολωνικά - cielesny, materialny, fizyczny, fizykalny, fizyczne, fizyczna, fizycznej, ...
- σωματοφύλακας στα πολωνικά - ochroniarz, ochrona, strażnik, obstawa, goryl, straż przyboczna, ochrona osobista, ...
Τυχαίες λέξεις
Σωματικά στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: gremialnie, cielesny, fizjologicznie, cieleśnie, ciała, cielesne, cielesna
Μεταφράσεις: gremialnie, cielesny, fizjologicznie, cieleśnie, ciała, cielesne, cielesna