Τόξο στα πολωνικά

Μετάφραση: τόξο, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kłaniać, skłaniać, ugiąć, wygięcie, dziób, czapkować, kokarda, ukłonić, smyczek, zginać, pokłonić, pokłon, chylić, kabłąk, pałąk, ukłon, łuk, dziobu
Τόξο στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τόξο

τόξο πιερίας, τόξο εφαπτομένης τυπος, τόξο κυνηγιού, τόξο αγορά, τόξο κύκλου, τόξο λεξικό γλώσσας πολωνικά, τόξο στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • τόλμημα στα πολωνικά - zuchwały, tłusty, odważny, brawura, śmiały, wyraźny, śmiałość, ...
  • τόνος στα πολωνικά - tona, przycisk, zaakcentować, brzmienie, stres, kupa, sygnał, ...
  • τόπος στα πολωνικά - lokal, lokata, umieszczać, sadowić, położenie, sito, lokować, ...
  • τόρνος στα πολωνικά - krosno, tokarnia, tokarka, tokarki, tokarkę, lathe, tokarek
Τυχαίες λέξεις
Τόξο στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: kłaniać, skłaniać, ugiąć, wygięcie, dziób, czapkować, kokarda, ukłonić, smyczek, zginać, pokłonić, pokłon, chylić, kabłąk, pałąk, ukłon, łuk, dziobu