Υποκύπτω στα πολωνικά
Μετάφραση: υποκύπτω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ulegać, poddawać, łuk, dziób, smyczek, kokarda, dziobu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποκύπτω
υποκύπτω μετάφραση, υποκύπτω στα γαλλικα, υποκύπτω αγγλικα, υποκύπτω english, υποκύπτω συνώνυμα, υποκύπτω λεξικό γλώσσας πολωνικά, υποκύπτω στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- υποκοριστικός στα πολωνικά - dorodny, miniaturowy, zdrobniały, zdrobnienie, ypokoristikos
- υποκρισία στα πολωνικά - faryzeuszostwo, zakłamanie, biadolić, faryzeizm, skamleć, hipokryzja, skos, ...
- υπολείμματα στα πολωνικά - zwłoki, szczątki, pozostałości, resztki, reszty, odpady, pozostałości po
- υπολειπόμενος στα πολωνικά - pozostały, osad, osadowy, resztkowy, pośmiertny, śladowy, szczątkowy, ...
Τυχαίες λέξεις
Υποκύπτω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: ulegać, poddawać, łuk, dziób, smyczek, kokarda, dziobu
Μεταφράσεις: ulegać, poddawać, łuk, dziób, smyczek, kokarda, dziobu