Άναυδος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: άναυδος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mudo, calado, estupefato, aturdido, pasmo, estarrecido, estarrecidos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άναυδος
άναυδος συνώνυμο, άναυδος blog, άναυδος λεξικο, άναυδος έμεινε το μεσημέρι ένας ψαράς στην πρέβεζα όταν διαπίστωσε, άναυδος ετυμολογία, άναυδος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, άναυδος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- άμυνα στα πορτογαλικά - defesa, imperfeito, de defesa, a defesa, da defesa, contestação
- άναρθρος στα πορτογαλικά - inarticulado, inarticulada, desarticulado, inarticulados, desarticulada
- άνδρας στα πορτογαλικά - tripular, varão, mamífero, homem, o homem, homem de, man, ...
- άνεμος στα πορτογαλικά - reconquistar, enrolar, sopro, vento, eólica, do vento, de vento, ...
Τυχαίες λέξεις
Άναυδος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: mudo, calado, estupefato, aturdido, pasmo, estarrecido, estarrecidos
Μεταφράσεις: mudo, calado, estupefato, aturdido, pasmo, estarrecido, estarrecidos