Άνοιγμα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: άνοιγμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abertura, de abertura, abertura de, abrir, a abertura
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άνοιγμα
άνοιγμα λογαριασμού εθνική, άνοιγμα φύλλου, άνοιγμα λογαριασμού πειραιώς, άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού, άνοιγμα λογαριασμού gmail, άνοιγμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, άνοιγμα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- άνισος στα πορτογαλικά - desigual, desigualdade, desiguais, desigualdade de, desigualdades
- άνοδος στα πορτογαλικά - ascensão, anódio, ânodo, anodo, do ânodo, ânodo de
- άνοιξη στα πορτογαλικά - manancial, primavera, corda, abrir, difundir, nascente, fonte, ...
- άνομος στα πορτογαλικά - sem lei, ilegal, lawless, iníquo, anárquica
Τυχαίες λέξεις
Άνοιγμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: abertura, de abertura, abertura de, abrir, a abertura
Μεταφράσεις: abertura, de abertura, abertura de, abrir, a abertura