Άρθρωση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: άρθρωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
articulação, comum, junção, ligar, conjunto, junta
Άρθρωση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άρθρωση

άρθρωση του σ, άρθρωση οστών, άρθρωση charcot, άρθρωση γόνατος, άρθρωση λέξεων, άρθρωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, άρθρωση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • άρδευση στα πορτογαλικά - irrigação, de irrigação, rega, a irrigação, de rega
  • άρθρο στα πορτογαλικά - objecto, artigo, verbete, cláusula, mercadoria, do artigo, O artigo, ...
  • άρια στα πορτογαλικά - ária, Aria, ária de, a ária, de aria
  • άριστος στα πορτογαλικά - top de linha, primeira linha, topnotch, de primeira linha, do topnotch
Τυχαίες λέξεις
Άρθρωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: articulação, comum, junção, ligar, conjunto, junta