Άφωνος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: άφωνος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mudo, calado, atônito, sem palavras, sem fala, speechless
Άφωνος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άφωνος

άφωνοσ συνώνυμα, άφωνος μετάφραση, μένω άφωνοσ, άφωνος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, άφωνος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • άφιξη στα πορτογαλικά - chegada, de chegada, da chegada, entrada, a chegada
  • άφυλος στα πορτογαλικά - assexuado, assexuada, assexual, asexual, assexuados
  • άχραντος στα πορτογαλικά - abençoado, bendito, Santíssima, Santíssimo, Blessed
  • άχρηστος στα πορτογαλικά - inútil, inúteis, itens inúteis, vão
Τυχαίες λέξεις
Άφωνος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: mudo, calado, atônito, sem palavras, sem fala, speechless