Έδαφος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: έδαφος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
solos, terras, províncias, gente, território, nação, solo, país, terreno, lâmpada, povo, base, estarreça, província, aterrar, razão, chão, terra, térreo
Έδαφος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έδαφος

έδαφος ph, έδαφος στο ρώγο του, έδαφος ελλάδας, έδαφοσ σαντορίνησ, έδαφος βρετανικού ινδικού ωκεανού, έδαφος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, έδαφος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • έγχρωμος στα πορτογαλικά - colorido, de cor, cor, colorida, coloridos
  • έγχυμα στα πορτογαλικά - infusão, perfusão, de infusão, infusão de, a infusão
  • έδρα στα πορτογαλικά - banco, assento, bastidor, cavalete, cadeira, mesa, sede, ...
  • έδρανο στα πορτογαλικά - rolamento, pedra, banco, bastidor, cavalete, mesa, lapidar, ...
Τυχαίες λέξεις
Έδαφος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: solos, terras, províncias, gente, território, nação, solo, país, terreno, lâmpada, povo, base, estarreça, província, aterrar, razão, chão, terra, térreo