Έθιμο στα πορτογαλικά

Μετάφραση: έθιμο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amortecer, alfândega, hábito, uso, aduana, costume, moda, coxim, personalizado, personalizada, personalizados, custom
Έθιμο στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έθιμο

έθιμο της αγάπης, έθιμο του «κουκουμά» στη σύμη, έθιμο του μάρτη, έθιμο μάρτης, έθιμο χαρταετού, έθιμο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, έθιμο στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • έδρανο στα πορτογαλικά - rolamento, pedra, banco, bastidor, cavalete, mesa, lapidar, ...
  • έθιμα στα πορτογαλικά - alfândega, costumes, aduana, personalizar, adaptar, aduaneira, aduaneiro, ...
  • έθνος στα πορτογαλικά - sujo, gente, nação, povo, mau, país, nacional, ...
  • έκβαση στα πορτογαλικά - efeitos, resultar, efeito, conclusão, resultado, restrito, impressão, ...
Τυχαίες λέξεις
Έθιμο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: amortecer, alfândega, hábito, uso, aduana, costume, moda, coxim, personalizado, personalizada, personalizados, custom