Έλξη στα πορτογαλικά

Μετάφραση: έλξη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afinidade, atração, de atração, atracção, atração da, atrativo
Έλξη στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έλξη

έλξη αναφορικού, έλξη μεταξύ γυναικών, έλξη τησ τύχησ, έλξη του αναφορικού αρχαια, έλξη drs, έλξη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, έλξη στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • έλκω στα πορτογαλικά - puxar, drástico, engodar, sacar, aliciar, descrever, atrair, ...
  • έλλειψη στα πορτογαλικά - curto, vaguear, falta, penúria, querer, fome, anseio, ...
  • έλος στα πορτογαλικά - marte, pântano, brejo, lodaçal, turfeira, pântanos, Marsh, ...
  • έλυτρο στα πορτογαλικά - casca, bagaço, crosta, esposo, marido, bainha, bainha de, ...
Τυχαίες λέξεις
Έλξη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: afinidade, atração, de atração, atracção, atração da, atrativo