Αγγίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αγγίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vacilar, toque, tocar, toque em, tocá, toca
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγγίζω
αγγίζω συνώνυμο, αγγίζω το ξυράφι λίγο λίγο στάζει αίμα και μου φαίνεται αστείο, αγγίζω παιγνιοθεραπεία, αγγίζω αγγλικά, αγγίζω στα αγγλικά, αγγίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αγγίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αγαπητός στα πορτογαλικά - caro, querido, decano, prezado, querida, queridos
- αγαπώ στα πορτογαλικά - amor, amo, amar, adorar, love
- αγγαρεία στα πορτογαλικά - grade, lidar, moer, biscate, tarefa, chore, tarefa árdua, ...
- αγγείο στα πορτογαλικά - óptimo, barco, recipiente, vaso, embarcação, vasilha, navio, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγγίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: vacilar, toque, tocar, toque em, tocá, toca
Μεταφράσεις: vacilar, toque, tocar, toque em, tocá, toca