Αγόρι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αγόρι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rapaz, criado, menino, filho, garoto, boy, do menino
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγόρι
αγόρι μου τζένη βάνου, αγόρι μου τζένη βάνου στίχοι, αγόρι μου, αγόρι μου στολίδι μου, αγόρι ή κορίτσι, αγόρι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αγόρι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αγωνιστής στα πορτογαλικά - lutador, combatente, caça, lutador do, lutador de
- αγωνιώ στα πορτογαλικά - angústia, ânsia, transe, estar em, ser, estar no, estar na, ...
- αγύρτης στα πορτογαλικά - impostor, impostora, embusteiro, ator
- αγώνας στα πορτογαλικά - combinar, conflitos, brigar, esforço, pelejar, batalhar, luta, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγόρι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: rapaz, criado, menino, filho, garoto, boy, do menino
Μεταφράσεις: rapaz, criado, menino, filho, garoto, boy, do menino