Ακατοίκητος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ακατοίκητος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inabitável, inabitáveis, uninhabitable
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακατοίκητος
ακατοίκητος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ακατοίκητος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ακατέργαστος στα πορτογαλικά - agreste, tosco, bronco, cru, grosseiro, rude, petróleo, ...
- ακαταστασία στα πορτογαλικά - desordem, desobedecer, desordenar, desleixo, desmazelo, desalinho, untidiness
- ακεραιότητα στα πορτογαλικά - unidade, união, integridade, a integridade, de integridade, integridade do, da integridade
- ακλόνητος στα πορτογαλικά - inabalado, firme, inabalável, inabalada, inabaláveis
Τυχαίες λέξεις
Ακατοίκητος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inabitável, inabitáveis, uninhabitable
Μεταφράσεις: inabitável, inabitáveis, uninhabitable