Ακούσιος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ακούσιος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
involuntário, involuntária, involuntários, involuntárias, involuntary
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακούσιος
ακούσιος εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, ακούσιος ορισμός, ακούσιος σημαίνει, εκούσιος ακούσιος, ακούσιος εγκλεισμός, ακούσιος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ακούσιος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ακουστική στα πορτογαλικά - acústica, a acústica, acústicas, acústico, acústica da
- ακουστικός στα πορτογαλικά - acústico, auditivo, auditiva, auditivos, auditivas
- ακούω στα πορτογαλικά - ouvir, escute, lista, são, escutar, ouça, escuta
- ακράδαντα στα πορτογαλικά - firma, firmemente, firmar, fortemente, veementemente, vivamente, forte
Τυχαίες λέξεις
Ακούσιος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: involuntário, involuntária, involuntários, involuntárias, involuntary
Μεταφράσεις: involuntário, involuntária, involuntários, involuntárias, involuntary