Αμύνομαι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αμύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
defesa, proteger, resguardar, defender, defenda, me defender, de me defender
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμύνομαι
αμύνομαι αρχαια, αμύνομαι κλιση, αμύνομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αμύνομαι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αμόνι στα πορτογαλικά - batente, bigorna, anvil, de bigorna, da bigorna
- αμύγδαλο στα πορτογαλικά - amêndoa, de amêndoa, amêndoas, de amêndoas, amendoeiras
- αν στα πορτογαλικά - se, si, idiota, caso, Se o, Se a
- ανά στα πορτογαλικά - pimenta, pelo, por, em, per, por cada, € por
Τυχαίες λέξεις
Αμύνομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: defesa, proteger, resguardar, defender, defenda, me defender, de me defender
Μεταφράσεις: defesa, proteger, resguardar, defender, defenda, me defender, de me defender