Ανεύρεση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανεύρεση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deparar, financeiro, encontrar, achar, achado, descoberta, conclusão, constatação, verificação
Ανεύρεση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεύρεση

ανεύρεση αριθμών κινητών τηλεφώνων, εύρεση τηλεφώνου, εύρεση αμκα, ανεύρεση μιλίων από πτήση, ανεύρεση χρυσού, ανεύρεση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανεύρεση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ανεφοδιάζω στα πορτογαλικά - anefodiazo
  • ανεύθυνος στα πορτογαλικά - irresponsável, irresponsáveis, irresponsabilidade, irresponsible
  • ανηθικότητα στα πορτογαλικά - virtude, vibração, perversão, vício, imoralidade, a imoralidade, da imoralidade, ...
  • ανηλεής στα πορτογαλικά - impiedoso, implacável, cruel, impiedosa, cruéis
Τυχαίες λέξεις
Ανεύρεση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: deparar, financeiro, encontrar, achar, achado, descoberta, conclusão, constatação, verificação