Ανησυχώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ανησυχώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desgastado, preocupação, preocupar, afligir, preocupar-se, se preocupe, preocupe
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανησυχώ
ανησυχώ τερζής, ανησυχώ δήμου, ανησυχώ μήπως, ανησυχώ στίχοι, ανησυχώ - ελένη δήμου, ανησυχώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανησυχώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ανηλεής στα πορτογαλικά - impiedoso, implacável, cruel, impiedosa, cruéis
- ανησυχία στα πορτογαλικά - coisa, desânimo, desalojar, zelo, preocupação, interesse, concernir, ...
- ανηφορικός στα πορτογαλικά - ladeira acima, morro acima, subida, uphill, a colina
- ανθήρας στα πορτογαλικά - antera, anteras, anther, de anteras, das anteras
Τυχαίες λέξεις
Ανησυχώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desgastado, preocupação, preocupar, afligir, preocupar-se, se preocupe, preocupe
Μεταφράσεις: desgastado, preocupação, preocupar, afligir, preocupar-se, se preocupe, preocupe