Ανοσία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανοσία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imunidade, a imunidade, de imunidade, da imunidade, isenção
Ανοσία στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοσία

ανοσία στο τοξόπλασμα, ανοσία ορισμός, ανοσία συνώνυμο, ανοσία ppt, ανοσία λεξικο, ανοσία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανοσία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ανοξείδωτος στα πορτογαλικά - inoxidável, inox, inoxidáveis, inoxidável de, aço inoxidável
  • ανοράκ στα πορτογαλικά - anoraks, anoraques, blusões, dos anoraques
  • ανοχή στα πορτογαλικά - tolerância, a tolerância, de tolerância, tolerância a, tolerância à
  • ανούσιος στα πορτογαλικά - desagradável, repugnante, unsavory, insípido, repulsivo
Τυχαίες λέξεις
Ανοσία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: imunidade, a imunidade, de imunidade, da imunidade, isenção