Αντιδρώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αντιδρώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atingir, reagir, reaja, alcance, reagem, reage, reacção
Αντιδρώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντιδρώ

αντιδρώ συνώνυμα, αντιδρώ συνώνυμο, αντιδρώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αντιδρώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αντιδιαστολή στα πορτογαλικά - oposição, contraste, contraposição, contradição, contradistinction
  • αντιδραστήρας στα πορτογαλικά - reator, reactor, reactor de, do reactor, reator de
  • αντιζηλία στα πορτογαλικά - rivalidade, rivalry, a rivalidade, rivalidades, rivalidade entre
  • αντιθετικός στα πορτογαλικά - antitético, antitética, antithetic, antitéticas, antítese
Τυχαίες λέξεις
Αντιδρώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: atingir, reagir, reaja, alcance, reagem, reage, reacção