Αξιέπαινος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αξιέπαινος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
louvável, louváveis, benemérita, digno de louvor, praiseworthy
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αξιέπαινος
αξιέπαινος λεξικο, αξιέπαινος στα αγγλικα, αξιέπαινος συνώνυμα, αξιέπαινος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αξιέπαινος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αξίωμα στα πορτογαλικά - escritório, de escritório, do escritório, escritório de, cargo
- αξίωση στα πορτογαλικά - reivindicação, alegação, reclamação, afirmação, crédito
- αξιαγάπητος στα πορτογαλικά - amável, afável, gentil, bondoso, adorável, lovable, amáveis, ...
- αξιοθρήνητος στα πορτογαλικά - lamentável, lamentable, lamentáveis, deplorável, lastimável
Τυχαίες λέξεις
Αξιέπαινος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: louvável, louváveis, benemérita, digno de louvor, praiseworthy
Μεταφράσεις: louvável, louváveis, benemérita, digno de louvor, praiseworthy