Αξιολύπητος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αξιολύπητος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pobre, lastimável, coitado, mísero, lamentável, fraco, woeful
Αξιολύπητος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αξιολύπητος

αξιολύπητος συνώνυμα, αξιολύπητος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αξιολύπητος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αξιολογώ στα πορτογαλικά - apreçar, orçar, avaliar, taxar, apreciar, ajuizar, avaliação, ...
  • αξιολόγηση στα πορτογαλικά - avaliação, apreciação, de avaliação, avaliação de, a avaliação
  • αξιομνημόνευτος στα πορτογαλικά - memorável, memoráveis, inesquecível, memorable
  • αξιοπιστία στα πορτογαλικά - confiança, segurança, confiabilidade, fiabilidade, a confiabilidade
Τυχαίες λέξεις
Αξιολύπητος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pobre, lastimável, coitado, mísero, lamentável, fraco, woeful