Απεργία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: απεργία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
percutir, bater, estrito, maçar, malhar, acertar, greve, ataque, greve de, batida, de exercício
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απεργία
απεργία σήμερα, απεργία λαϊκών αγορών, απεργία πλοίων, απεργία μετρό, απεργία φαρμακείων, απεργία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απεργία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- απενεργοποιώ στα πορτογαλικά - incapacitar, desativar, desativar o, desabilitar, desactivar
- απερίσκεπτος στα πορτογαλικά - inconsiderado, imprudente, irreverente, inconsiderate, sem consideração
- απεργοσπάστης στα πορτογαλικά - fink, o fink, do Fink, comando fink, o comando fink
- απεριποίητος στα πορτογαλικά - despenteado, unkempt, desleixado, desleixada, desalinhadas
Τυχαίες λέξεις
Απεργία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: percutir, bater, estrito, maçar, malhar, acertar, greve, ataque, greve de, batida, de exercício
Μεταφράσεις: percutir, bater, estrito, maçar, malhar, acertar, greve, ataque, greve de, batida, de exercício