Αποβλέπω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αποβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mirar, tender, fim, apontar, alvo, intenção, objetivos, objectivos, metas, propósitos, finalidades
Αποβλέπω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποβλέπω

αποβλέπω μετάφραση, αποβλέπω συνώνυμα, προβλέπω συνώνυμο, προβλέπω ετυμολογία, αποβλέπω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποβλέπω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αποβάλλω στα πορτογαλικά - celeiro, expedição, fracasse, vertente, aborto, expelir, verter, ...
  • αποβλάκωση στα πορτογαλικά - estupefação, estupor, estupefacção, stupefaction, estupefato
  • αποβλακώνω στα πορτογαλικά - abismar, atordoar, estupefazer, stupefy, Estupefaça, estupidificar
  • αποβολή στα πορτογαλικά - aborto, o aborto, abortamento, do aborto, abortos
Τυχαίες λέξεις
Αποβλέπω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: mirar, tender, fim, apontar, alvo, intenção, objetivos, objectivos, metas, propósitos, finalidades