Αποδεκατίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αποδεκατίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dizimar, dizimam, dizimar as, dizimá, dizimará
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδεκατίζω
αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω σημασια, αποδεκατίζω συνώνυμα, αποδεκατίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποδεκατίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αποδείξεις στα πορτογαλικά - constatar, evidenciar, provar, evidência, prova, provas, evidências, ...
- αποδεικνύω στα πορτογαλικά - comprovar, assinalar, provar, ensaiar, experimentar, apresentar, demonstre, ...
- αποδεκτός στα πορτογαλικά - aceitável, admissível, admissíveis, admissibilidade
- αποδεσμεύω στα πορτογαλικά - desalgemar, tirar a peia
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκατίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: dizimar, dizimam, dizimar as, dizimá, dizimará
Μεταφράσεις: dizimar, dizimam, dizimar as, dizimá, dizimará