Αποθήκη στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αποθήκη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
guerra, depósito, armazém, loja, entreposto, warehouse, armazém de
Αποθήκη στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποθήκη

αποθήκη ηλιούπολη, αποθήκη τροφίμων, αποθήκη κήπου, αποθήκη english, αποθήκη στα αγγλικά, αποθήκη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποθήκη στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αποθέωση στα πορτογαλικά - apoteose, apotheosis, deificação, a apoteose, apoteosis
  • αποθήκευση στα πορτογαλικά - bujão, venda, loja, armazém, armazenagem, armazenamento, de armazenamento, ...
  • αποθανών στα πορτογαλικά - recentemente, tarde, perdurar, ultimamente, tardio, último, durar, ...
  • αποθαρρύνω στα πορτογαλικά - rebater, desanime, desencorajar, desanimar, dishearten, desalentar, desencorajem
Τυχαίες λέξεις
Αποθήκη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: guerra, depósito, armazém, loja, entreposto, warehouse, armazém de