Αποκόβω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αποκόβω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quebrar, setenta, partir, recortar, cortar, cortado, cortada, cortadas
Αποκόβω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκόβω

αποκόβω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποκόβω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αποκρύπτω στα πορτογαλικά - supor, suprima, sufocar, abafar, estrangular, manto, capa, ...
  • αποκτώ στα πορτογαλικά - entupir, haver, adquira, colher, acontecer, receber, conseguir, ...
  • αποκόλληση στα πορτογαλικά - destacamento, destacável, ruptura, descolamento, abruption, descolamento prematuro, descolamento da
  • απολίθωμα στα πορτογαλικά - fósseis, fóssil, petrificado, fossil, fóssil de, de fósseis
Τυχαίες λέξεις
Αποκόβω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: quebrar, setenta, partir, recortar, cortar, cortado, cortada, cortadas