Απόχρωση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: απόχρωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
matiz, tonalidade, tom, coloração, cor
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απόχρωση
απόχρωση συνώνυμα, απόχρωση συνώνυμο, απόχρωση στα αγγλικά, απόχρωση του γκρίζου - γιώργος παπαδόπουλος, απόχρωση καστανόξανθο, απόχρωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απόχρωση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- απόφθεγμα στα πορτογαλικά - máxima, Maxim, máximo, máxima de, lema
- απόφοιτος στα πορτογαλικά - gradualmente, graduado, graduar, diplomado, graduação
- απύθμενος στα πορτογαλικά - sem fundo, insondável, fundo, bottomless, sem fim
- απώλεια στα πορτογαλικά - défice, perdas, abismar-se, perda, perda de, a perda, prejuízo
Τυχαίες λέξεις
Απόχρωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: matiz, tonalidade, tom, coloração, cor
Μεταφράσεις: matiz, tonalidade, tom, coloração, cor