Αστείος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αστείος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
barroco, recreativo, engraçado, esquisito, bizarro, funil, divertido, cómico, engraçada, engraçados, funny, engraçadas
Αστείος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αστείος

αστείος αντίθετο, αστείος μονόλογος, αστείοσ ετυμολογία, άγιος αστείος, αστείος διάλογος, αστείος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αστείος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ασταμάτητος στα πορτογαλικά - imparável, incontrolável, irrefreável, nada pode parar, unstoppable
  • αστείο στα πορτογαλικά - piada, junção, gracejar, caçoar, gracejo, mordaça, gadanhe, ...
  • αστερίσκος στα πορτογαλικά - asterisco, asterisk
  • αστερισμός στα πορτογαλικά - constelação, constelação de, da constelação, constelação do
Τυχαίες λέξεις
Αστείος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: barroco, recreativo, engraçado, esquisito, bizarro, funil, divertido, cómico, engraçada, engraçados, funny, engraçadas