Αστυφύλακας στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αστυφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
policial, polícia, Constable, condestável, guarda
Αστυφύλακας στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αστυφύλακας

μυστικός αστυφύλακας, αστυφύλακας αυτοκτόνησε, αστυφύλακας μισθός, αστυφύλακας γιάννης βαρύς, αστυφύλακασ α υ, αστυφύλακας λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αστυφύλακας στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αστυνομεύω στα πορτογαλικά - polícia, polícias, pólo, Policiamento, Policing, O policiamento, Polícia, ...
  • αστυνόμος στα πορτογαλικά - polícia, policial, marechal, Marshal, marechal de, o marechal, do marechal
  • αστός στα πορτογαλικά - citadino, cidadão, de cidadão, um cidadão, cidadão de
  • ασυδοσία στα πορτογαλικά - imunidade, a imunidade, de imunidade, da imunidade, isenção
Τυχαίες λέξεις
Αστυφύλακας στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: policial, polícia, Constable, condestável, guarda