Ατροφία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ατροφία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atrofiar, atrofia, a atrofia, atrofia do, atrofia de, de atrofia
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατροφία
ατροφία εγκεφάλου βικιπαιδεια, ατροφία κολπικού επιθηλίου, ατροφία παρεγκεφαλίδας, ατροφία στομάχου, ατροφία κόλπου, ατροφία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ατροφία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ατονώ στα πορτογαλικά - fraqueza, debilidade, fragilidade, a fraqueza, fraquezas
- ατραξιόν στα πορτογαλικά - crivar, cavalgar, ir, passeio, viajar, andar, atração, ...
- ατσάλι στα πορτογαλικά - aço, caldeira, de aço, em aço, do aço, siderúrgica
- ατσαλένιος στα πορτογαλικά - aço, caldeira, um, uma, a, de, de um
Τυχαίες λέξεις
Ατροφία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: atrofiar, atrofia, a atrofia, atrofia do, atrofia de, de atrofia
Μεταφράσεις: atrofiar, atrofia, a atrofia, atrofia do, atrofia de, de atrofia