Αυτοματοποίηση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αυτοματοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
automação, automatização, de automação, automação de, a automação
Αυτοματοποίηση στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτοματοποίηση

αυτοματοποίηση τι σημαινει, αυτοματοποίηση συνώνυμο, αυτοματοποίηση βιβλιοθηκών, αυτοματοποίηση παραγωγής, αυτοματοποίηση στην τοπική αυτοδιοίκηση, αυτοματοποίηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αυτοματοποίηση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αυτοκόλλητο στα πορτογαλικά - punhal, estrepe, pico, etiqueta, colar, vara, espinho, ...
  • αυτοματικός στα πορτογαλικά - automático, automáticas, automáticos, armas de fogo automáticas, automação, automatics
  • αυτοματοποιώ στα πορτογαλικά - automatizar, Automatiza, Automates, Automatiza o, automatiza a, autômatos
  • αυτονομία στα πορτογαλικά - autonomia, a autonomia, de autonomia, da autonomia
Τυχαίες λέξεις
Αυτοματοποίηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: automação, automatização, de automação, automação de, a automação